- κίστος
- (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι οποίοι καταλαμβάνουν μεγάλες περιοχές θαμνότοπων. Τα φυτά αυτά ήταν γνωστά ήδη από την αρχαιότητα με τις ονομασίες κίσθος, κίσσαροςκίσθαρος.
Στην Ελλάδα φύονται πέντε είδη, γνωστά με τις κοινές ονομασίες λαδανιές, κουνούκλεςκιστάρια. Ο κ. ο εριώδης, γνωστός με την ονομασία κουνούκλα, έχει κόκκινα λουλούδια και λογχοειδή φύλλα, με κυματιστά χείλη και μακριές τρίχες, λευκά στην κάτω επιφάνεια. Ο κ. ο κρητικός, γνωστός και ως λαδανιά, έχει κολλώδη φύλλα με αραιές τρίχες και κόκκινα λουλούδια. Από αυτόν εξάγεται η βαλσαμώδης ρητίνη, το λάδανο ή λάβδανο, η οποία χρησιμοποιείται ως φαρμακευτική και αρωματική ουσία. Ο κ. ο σαλβιόφυλλος, ή κοινώς ασπροκουνουκλιά, είναι φρύγανο με χνουδωτά φύλλα και λευκά άνθη. Ο κ. ο μομπελιανός είναι φρύγανο με όρθιο βλαστό, λογχοειδή και μακριά φύλλα με κιτρινόλευκα λουλούδια. Τέλος, ο κ. ο μικρανθής, αλλιώς αγριοφασκομηλιά, είναι φρύγανο με παχιά φύλλα, πυκνό χνούδι και λευκά και πυκνά νεύρα στην κάτω επιφάνεια. Τα λουλούδια του είναι λευκά και χνουδωτά.
* * *και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών τής Μεσογείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος* με απώλεια τής δασύτητας].
Dictionary of Greek. 2013.